- αθηριά
- ητο αθήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθηρία — ἀθηρίᾱ , ἀθηρία want of game fem nom/voc/acc dual ἀθηρίᾱ , ἀθηρία want of game fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηρίᾳ — ἀθηρίᾱͅ , ἀθηρία want of game fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθηρία — ἀθηρία, η (Α) [ἄθηρος] έλλειψη κυνηγιού … Dictionary of Greek
ἀθηρίας — ἀθηρίᾱς , ἀθηρία want of game fem acc pl ἀθηρίᾱς , ἀθηρία want of game fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηρίαν — ἀθηρίᾱν , ἀθηρία want of game fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθήρι — ἀθήρι, το (Μ) [ἀθήριν] 1. λευκό και γλυκό λεπτόφλουδο σταφύλι τής Θήρας 2. το κρασί που παράγεται από αυτό το είδος σταφυλιού, αθηράτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. θήραια > θήρια, τού επιθ. θήραιος > τοπων. Θήρα. Το α τού αθήρι από τη συνεκφορά… … Dictionary of Greek